- δοκιμάζω
- και δικιμάζω (AM δοκιμάζωΜ και δικιμάζω) [δόκιμος]1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες»)2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει τις δυνάμεις του», «ο θεός δοκιμάζει την πίστη μας», «δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ θεοῡ ἐστι»)3. δοκιμάζομαια) υποβάλλομαι σε δοκιμασία για να ελεγχθεί η ικανότητα μου ή η αξία μουβ) υποβάλλομαι σε δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι5. (μτχ. παθ. παρακμ.) (δε)δοκιμασμένος, -η, -ο (AM δεδοκιμασμένος, -η, -ον)εκείνος που έχει αποδειχθεί άξιος ή ικανός μετά από δοκιμασίαμσν.- νεοελλ.1. αποκτώ πείρα κάποιου πράγματος («δοκίμασε την τύχη του στα χαρτιά», «δεν δοκίμασε τον έρωτα», «ἠθέλησε νὰ πολεμήση ἵνα δοκιμάσῃ τὴν τύχην»)2. (με αντικ. λέξη που φανερώνει συναίσθημα ή ψυχική κατάσταση) δοκίμασα χαρά, λύπη, ικανοποίηση, κατάπληξη κ.λπ.3. επιδιώκω, προσπαθώ («δοκίμασε να προχωρήσει», «ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι τοὺς ἐρχομένους»)νεοελλ.1. προσπαθώ να εξακριβώσω τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις κάποιου («τό έκανα για να τόν δοκιμάσω»)2. (για φαγητό) γεύομαι λίγο προσπαθώντας να εξακριβώσω την καταλληλότητα, τη νοστιμιά κ.λπ.3. (για αντικείμενα καθημερινής χρήσης) χρησιμοποιώ δοκιμαστικά μικρή ποσότητα («θα δοκιμάσω το νέο υγρό καθαρισμού»)4. (για ενδύματα και υποδήματα) φοράω για να εξακριβώσω αν μού κάνουν στο μέγεθος και στο χρώμαμσν.αποφασίζω, καθορίζω («πρόστιμον... ὅσον ὁ δικαστὴς δοκιμάσῃ εὔλογον ὄν»)αρχ.-μσν.θεωρώ κατάλληλο να κάνω κάτιαρχ.1. εξετάζω, ερευνώ2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («ἐδοκιμάσθη ταῡτα καλῶς ἔχειν»)3. (με άρνηση) «οὐ δοκιμάζω» — αποδοκιμάζω, αρνούμαι4. δοκιμάζομαιδοκιμάζω για να χρησιμοποιήσω, εκλέγω («χώραν δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν», Ξεν.)5. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω και παραδέχομαι ως κατάλληλο για δημόσιο αξίωμα («δοκιμάζει [η βουλή]... καὶ τοὺς ἐννέα ἄρχοντας», Αριστοτ.)β) κρίνω κάποιον ικανό, κατάλληλο («ἱππεύειν δεδοκιμασμένος», Λυσ.)γ) εξετάζω και δέχομαι τα παιδιά στην τάξη τών εφήβων ή τους έφηβους στην τάξη τών ανδρών («δοκιμάζει τοὺς ἐγγραφέντας ἡ βουλή», Αριστοτ.)δ) εξετάζω το δικαίωμα ρήτορα να μιλήσει στη βουλή.
Dictionary of Greek. 2013.